νοσφίσας

νοσφίσας
νοσφίσᾱς , νοσφίζομαι
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
νοσφίσᾱς , νοσφίζω
turn away
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νόσφισας — νοσφίζομαι aor ind act 2nd sg (homeric ionic) νοσφίζω turn away aor ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοσφίζομαι — (Α νοσφίζομαι και σπάν. νοσφίζω) [νόσφι] ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι παράνομα, σφετερίζομαι αρχ. 1. κλέβω, αρπάζω («σφ ἀδελφὸς χρημάτων νοσφίζεται», Ευρ.) 2. αποστερώ 3. αφήνω, εγκαταλείπω, παρατώ («παῑδά τ ἐμὴν νοσφισσαμένη, θάλαμόν τε πόσιν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”